- βαθουλωμένος
- η , ο1) углублённый; 2) впалый, ввалившийся;
βαθουλωμένα μάτια (μάγουλα) — впалые глаза (щёки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθουλωμένα μάτια (μάγουλα) — впалые глаза (щёки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθουλώνω — βαθουλώνω, βαθούλωσα, βαθουλωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βαθουλώνω — ωσα, ώθηκα, βαθουλωμένος 1. κάνω κάτι βαθουλό, κοιλαίνω: Βαθούλωσαν τα μάτια του από την αϋπνία. 2. γίνομαι βαθουλός, κοιλαίνομαι: Τα μάγουλά του ήταν βαθουλωμένα από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)